μαγεμένος

μαγεμένος
-η, -ο
βλ. μαγεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαγεύω — (AM μαγεύω) [μάγος] 1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς …   Dictionary of Greek

  • μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαγιώνω — (Μ μαγιώνω) [μάγια] μαγεύω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγιωμένος, η, ο αυτός που ασκεί μαγεία γοητεία, μαγευτικός μσν. (η μτχ. παθ παρακμ. ως επίθ.) 1. μαγικός 2. μαγεμένος, αλλοπαρμένος …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, Γεωργία — (Σμύρνη 1904 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Σμύρνη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την παιδική λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα και… …   Dictionary of Greek

  • καριγιόν — (carillon). Μουσικό όργανο που αποτελείται από μια σειρά καμπάνες με γλωσσίδια στο εξωτερικό τους μέρος. Τα γλωσσίδια –που λειτουργούν αυτόματα με μηχανικά μέσα ή και με το χέρι– με πλήκτρα χτυπούν στα εξωτερικά τους τοιχώματα μια σειρά από… …   Dictionary of Greek

  • Λέσκοφ, Νικολάι Σεμιόνοβιτς — (Nikolay Semyonovich Leskov, Γκορόχοβο, Ορέλ 1831 – Αγία Πετρούπολη 1895). Ρώσος μυθιστοριογράφος. Ήταν γιος ενός αριστοκράτη μικροκτηματία και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην επαρχία, όπου γνώρισε τη ζωή και της παραδόσεις των χωρικών. Φοίτησε …   Dictionary of Greek

  • Μοσχονάς, Νίκος — (Αθήνα 1907 – 1975). Βαθύφωνος. Σπούδασε στο Ελληνικό και στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Μιλάνο. Ξεκίνησε την καριέρα του εμφανιζόμενος στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, το 1930, στην όπερα Ριγολέτος, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους — (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Περεσιάδης, Σπυρίδων — (1864 – 1918). Συγγραφέας κωμειδυλλίων και πατριωτικών δραμάτων. Έγραψε την ποιητική συλλογήΚαινούργιες δάφνεςκαι 14 θεατρικά έργα από τα οποία τα αξιολογότερα τιτλοφορούνται Χορός του Ζαλόγγου, Εσμέ η Τουρκοπούλα, Η σκλάβα, 0 μαγεμένος βοσκός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”